προσυνοικώ

προσυνοικώ
-έω, Α
(ιδίως για γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του από πριν («τὴν... Ἄτοσσαν προσυνοικήσασαν Καμβύσῃ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνοικῶ (< σύνοικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”